Ιστορία και τέχνη στην Ξάνθη
Η Ξάνθη είναι μία από τις ομορφότερες πόλεις της βόρειας Ελλάδας με μακρά κοινωνική, πολιτισμική και βιομηχανική ιστορία, αλλά και φυσικό κάλλος, που δεν περιορίζεται μόνο στην γραφικότητα της παλιάς πόλης, αλλά και στο συγγενές φυσικό περιβάλλον, καθώς η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Αχλαδοβούνι δίπλα στον ποταμό Κόσυνθο.
Η συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών είναι ορατή και ζωντανή σε κάθε σημείο της πόλης. Η Ξάνθη, όπως και άλλες πόλεις της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, έχει ταυτιστεί με το εμπόριο καπνού και όχι άδικα, καθώς η περιοχή ήταν γνωστή κατά το 19ο και 20ο αιώνα για την εξαιρετική ποιότητα καπνού που παρήγαγε. Το εμπόριο καπνού άνθισε ιδιαίτερα μεταξύ του 1860 και του 1913, τη «χρυσή», όπως ονομάστηκε περίοδο του καπνού και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα της πόλης, καθώς οδήγησε στην δημιουργία αστικής και εργατικής τάξης. Μάλιστα, η οικονομική ανάπτυξη της πόλης της κατέστησε μία από τις πλουσιότερες στην Ελλάδα, παρά το ότι βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή.
Η άρχουσα τάξη της Ξάνθης, που δημιουργήθηκε από το εμπόριο καπνού, περιλάμβανε τόσο Οθωμανούς, όσο και χριστιανούς και Εβραίους. Ο πλούτος που απέκτησε η αστική τάξη της Ξάνθης έχει αφήσει τα σημάδια του στις επιβλητικές καπναποθήκες που ακόμα σώζονται, αλλά και σε αρχοντικά που σήμερα κοσμούν την παλιά πόλη και έχουν αποκτήσει νέα πνοή και λειτουργία. Ανάμεσά τους το αρχοντικό του Ισαάκ Δανιήλ που χτίστηκε το 1897 και στο οποίο γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζηδάκις. Οι καπναποθήκες έχουν ανακηρυχθεί μνημεία από το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς μαρτυρούν τη βιομηχανική ιστορία της πόλης.
Επιρροές δεν δέχθηκε όμως η πόλη μόνο από τους μουσουλμάνους, χριστιανούς και Εβραίους κατοίκους της, αλλά και από τους βόρειους γείτονές της, τους Βούλγαρους. Ο παραδοσιακός οικισμός Σαμακώβ διακρίνεται για τα σπίτια λαϊκής βαλκανικής αρχιτεκτονικής και θεωρείται προγενέστερος της παλιάς πόλης. Το Σαμάκοβο της Ανατολικής Θράκης (σήμερα ανήκει στην Τουρκία) ήταν μία κωμόπολη περίπου 5.000 κατοίκων με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο, που όμως εγκαταλείφθηκε μετά από τους διωγμούς των Βουλγάρων και των Νεότουρκων στις αρχές του 20ου αιώνα και οριστικά μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η Ξάνθη, όπως και ολόκληρη η Θράκη και τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας, βρέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει έως και σήμερα το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς της Ξάνθης, που θεμελιώθηκε το 1939 και πρωτολειτούργησε το 1940, το οποίο επιτάχθηκε από τους Βούλγαρους και χρησιμοποιήθηκε ως Κομιτάτο κατά την Κατοχή. Επαναλειτούργησε το 1944 στεγάζοντας τα κρεοπωλεία της πόλης, σήμερα όμως η Αγορά φιλοξενεί και ιχθυοπωλεία, μανάβικα και καφενείο.
Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, πολλοί Θρακιώτες συνελήφθησαν, τόσο χριστιανοί όσο και μουσουλμάνοι, και στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία σε πόλεις της Βουλγαρίας μεταξύ 1941 και 1944, όπως μαρτυρεί η αρχειακή ιστορία της περιοχής. Ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης, όπως και ολόκληρης της βουλγαροκρατούμενης Θράκης, αφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Σήμερα, δίπλα στα ιστορικά κτίρια, το λαογραφικό μουσείο, το τζαμί και τις εκκλησίες ένας σύγχρονος και πρωτότυπος χώρος τέχνης συμπληρώνει τα σημεία αναφοράς της πόλης: το Σπίτι της Σκιάς. Χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά, συχνά ανασύροντάς τα από κάδους απορριμμάτων και δίνοντάς τους ζωή μέσα από – φαινομενικά – άμορφες και ασυνάρτητες συνθέσεις με κοινό τους παρονομαστή το φως, το Σπίτι της Σκιάς είναι ένας χώρος όπου η τέχνη, η επιστήμη, το μεράκι, ο στοχασμός και εν τέλει η δημιουργία συναντιούνται. Σκιές του σήμερα και του χτες στην Ξάνθη.
